- ξυνεσώσαμεν
- συσσῳ/ζωaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσσώζω — Α 1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.) 2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.) 3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.) … Dictionary of Greek